- παραβάλλεται
- παραβάλλωthrow besidepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
δυσπαράβλητος — η, ο (Α δυσπαράβλητος, ον) αυτός που δύσκολα παραβάλλεται με άλλον, ο ασύγκριτος … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
Καουτίλια — (4ος αι. π.Χ.). Ινδός συγγραφέας. Είναι επίσης γνωστός και ως Τσάνακυα ή Βισνουγκούπτα. Κατά την παράδοση, ήταν υπουργός στην αυλή του μεγάλου Τσαντραγκούπτα B’, για τον οποίο και έγραψε την Αρτασάστρα (η οποία, όμως, τοποθετείται από μερικούς… … Dictionary of Greek
Σαμψών — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ευγενής και πλούσιος Ρωμαίος, γιατρός και συγγενής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Εκεί, με τη συνδρομή του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… … Dictionary of Greek